Μετά από 14 ώρες ταξιδιού από τον Πειραιά, και με ένα ασφυκτικά γεμάτο, βρόμικο και παλιό πλοίο φτάσαμε ξημερώματα στον Καραβοστάση. Κατεβήκαμε περισσότεροι από 50 και απ' ότι κατάλαβα σχεδόν όλοι ήμασταν για το κάμπινγκ. Στο λιμάνι ησυχία, μόνο ο ήχος από το πουλμανάκι που πηγαινοερχόταν για να μεταφέρει τον κόσμο που περίμενε κουρασμένος στα βράχια. Πίσω από το λιμενοβραχίονα ο ουρανός ετοιμαζόταν για το ξημέρωμα, η θάλασσα ακόμα μαύρη, ξεχώριζαν τα φώτα του πλοίου που πήγαινε ανατολικά, επόμενη στάση του η Σίκινος. Το κάμπινγκ ήταν σχεδόν γεμάτο, οι σκιές λίγες και καχεκτικές, είχε όμως μια αίσθηση ανεμελιάς και ελευθερίας που μου άρεσε. Βρήκαμε μία να στήσουμε τη σκηνή, ο Ήλιος φώτισε τα αμπέλια, τα μποστάνια και τα ξερά χόρτο του μικρού κάμπου μπροστά μας.
Η Φολέγανδρος είναι ένα μικρό, ορεινό νησί, ομορφιάς και λιτότητας. Δεν έχει κάτι ιδιαίτερο, μεγάλες αμμουδιές ή εντυπωσιακό κάστρο. Είναι ένα καθαρό αρχετυπικό τοπίο που σου αποκαλύπτει σιγά σιγά τη δυναμική του και την ιστορική του συνέχεια. Νησί που ήταν μακριά από παντού, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο πλούτο, έπρεπε πάντα να επιβιώνει μόνο του. Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν από τα πρώτα νησιά στα οποία το ελληνικό κράτος εξόρισε πολιτικούς κρατούμενους το 1919. Για αιώνες η ζωή των κατοίκων ήταν δεμένη με τη γη, αποτέλεσμα της ανάγκης και της εμπειρίας, δεν περίμεναν τίποτα από κανέναν, έπρεπε να είναι αυτάρκεις.
Μέχρι που φτάνουν οι αναβαθμίδες? σχεδόν όλα τα βουνό είναι σπαρμένα με ξερολιθιές, λες και καλλιεργούσαν και τα βράχια. Σιτάρι για το ψωμί τους, κριθάρι για τα ζώα τους, μικρά αμπέλια, μποστάνια, συκιές και λίγες μικρές ελιές. Το σπίτια μικρά αλλά με αυλές και βοηθητικούς χώρους για τις εργασίες τους. Σκληρή ζωή, που κάθε οικογένεια την άφηνε κληρονομιά στα παιδιά της, ανάλογη φυσικά με των υπόλοιπων μικρών νησιών του Αιγαίου.
Στα περισσότερα νησιά ο σύγχρονος τρόπος ζωής και ο τουρισμός έχουν σχεδόν εξαφανίσει αυτό που υπήρχε, έχουν σπάσει την ιστορική συνέχεια και τα έχουν μεταλλάξει με τη βοήθεια πάντα των διαφόρων αρχών, από την τοπική αυτοδιοίκηση μέχρι την εκάστοτε κυβέρνηση σε τόπους άναρχης οικιστικής ανάπτυξης, για την «εξυπηρέτηση» των καλοκαιρινών τουριστών. Η διαφορά με τη Φολέγανδρο είναι ότι η «καταστροφή» ή η «ανάπτυξη» δεν έχει ολοκληρωθεί, έτσι σχεδόν το μισό νησί, η Άνω Μεριά (Άνω Μέρα), το βόρειο τμήμα, εξακολουθεί να ζει όπως παλιά.
Η Άνω Μεριά δεν είναι συγκροτημένος οικισμός, αλλά διάσπαρτα σπίτια, «θεμωνιές» τα έλεγαν, από την παράκαμψη του δρόμου για την Αγκάλη, περίπου στη μέση του νησιού, μέχρι το τέλος του δρόμου, 4-5 χιλιόμετρα βορειότερα, δεκάδες αγροικίες, στάβλοι, στέρνες, άνθρωποι και μουλάρια, γαϊδούρια, πρόβατα, κατσίκια και αγελάδες στα χωράφια και τους δρόμους συνθέτουν μια δραστήρια αγροκτηνοτροφική κοινότητα. «Νερό έχουμε, δεν υπάρχει πρόβλημα, φέτος όμως εν έβρεξε τότε που 'πρεπε, παρά το Μάη έβρεχε 14 ώρες, δε θερίσαμε καθόλου, καταστράφηκαν τα σπαρτά, μας λέει ένας ηλικιωμένος άντρας που περιμένει τα ζώα του να πιουν στη στέρνα.
Μεσημέρι, ο Ήλιος καίει τα ξερά χορτάρια, καθόμαστε για φαγητό μετά την εκκλησία του Άγιου Μάμο, στη στροφή του λεωφορείου, στην τελευταία ταβέρνα. Στον πίνακα με τα φαγητά γράφει «όλα παραγωγής μας», στο μαγαζί δουλεύει όλη η οικογένεια, σερβίρουν ο έφηβος γιος και τα μικρά δίδυμα κορίτσια, με παιδική αυθάδεια και ανεμελιά.
Στη βεράντα εξώστη παραγγείλαμε «ματσάτα» τα τοπικά χοντροκομμένα μακαρόνια.
Ο Νικήτας, έχει 13 ζώα, μουλάρια και γαϊδούρια, και μεταφέρει τουρίστες στις απόκρημνες δυτικές παραλίες. Μικρός πήγαινε εργάτης όπου έβρισκε δουλειά, αλλά από τα τέλη του '70 που φάνηκαν οι πρώτοι τουρίστες έγινε ο αγωγιάτης τους. «Μουλ! Μουλ!» το υπερεθνικό σύνθημα του. Φυσικά δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τα ταχύπλοα που κάνουν τη διαδρομή από την Αγκάλη, αλλά ζωντανός και γεμάτος ενέργεια πουλάει με τσαμπουκά τις υπηρεσίες του.
Καθώς ο Ήλιος πλησίαζε στη δύση και η ταβέρνα «Το Ηλιοβασίλεμα» ήταν στη σωστή θέση, τα τραπέζια γέμισαν από πεινασμένους λουσμένους. Το αγόρι προσπαθούσε να πάρει παραγγελίες και να συντονίσει τις αδελφές του, που μάλλον έπαιζαν.
Φεύγοντας σταματήσαμε στο Λαογραφικό Μουσείο. Πέτρινο σπίτι με αυλή, λιοτρίβι και πατητήρι, όπως ήταν τα περισσότερα σπίτια πριν από 100 χρόνια, είσοδος δωρεάν και υποχρεωτική αλλά κατατοπιστική ξενάγηση από τους μαθητές του σχολείου. Περιγραφή της ζωής μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, στο σπίτι όλα στη θέση τους σαν να έμενε ακόμη εδώ η οικογένεια που εικονιζόταν στα κάδρο. Ήταν η τελευταία ξενάγηση για σήμερα, τον πιτσιρικά τον περίμεναν οι φίλοι του μετά ποδήλατα τους.
Επιστρέφαμε και μπροστά μας έλαμπε ο στεγνός κάθετος βράχος της Χώρας με μια δαντέλα σπιτιών στην κορυφογραμμή του.
Το πρωί η πιο όμορφη βόλτα είναι στο κάστρο, την παλαιότερη περιοχή του οικισμού χτισμένη από τους Ενετούς το 13ο αιώνα. Εδώ είναι η περισσότερο φωτογραφημένη γειτονιά του Αιγαίου, ο δρόμος με τα μικρά μπαλκονάκια και τις εξωτερικές σκάλες πεζούλες.
Η Χώρα έχει τουλάχιστον δύο αντίθετες εικόνες από βόρεια μοιάζει χτισμένη στο χείλος ενός βαθύ γκρεμού, από νότια καθώς ανεβαίνεις από τον Καραβοστάση, αφού περάσεις μερικές στροφές, ο δρόμος γίνεται ευθύς και τριγύρω πεδιάδα, προσπερνάς τα πρώτα σπίτια και χωρίς να το καταλάβεις φτάνεις στη Χώρα και δεν μπορείς να φανταστεί τον πίσω γκρεμό. Στο βραχώδη λόφο ανατολικά είναι σκαρφαλωμένη η Παναγιά, η μεγαλύτερη εκκλησία του νησιού και ένα από τα καλύτερα σημεία του Αιγαίου για να δεις το ηλιοβασίλεμα.
Εκτός από τα τριγύρω ενοικιαζόμενα, ξενοδοχεία, συνεργείο, αποθήκες κ.τ.λ., ο κυρίως οικισμός είναι ένα όμορφο, καθαρό χωριό, με διαδοχικές, μικρές πλατείες και απίστευτη οικονομία χώρου. Το καλοκαίρι οι ξένοι είναι παρά πολλοί, έτσι μόλις που διακρίνεις τους ντόπιους, κυρίως ηλικιωμένους, που κάθονται μόνοι ή παρέες στα βεραντάκια τους. Από τις ανοιχτές πόρτες, μικρά φροντισμένα κουζινάκια, κεντήματα, ζωγραφιές, μπιμπελό, καδράκια με φωτογραφίες πάνω στο σκρίνιο και την ανοιχτή τηλεόραση. Στα σοκάκια παιδάκια, γιαγιάδες και γάτες, πολλές γάτες. Οι ξένοι, οι περισσότεροι Έλληνες και αρκετοί Ιταλοί, τη νύχτα περιφέρονται στο δρόμο που ξεκινώντας από το Δημοτικό σχολείο συνδέει τις μικρές διαδοχικές πλατείες και καταλήγει στον κεντρικό. Εδώ είναι και όλη η τουριστική αγορά, ταβέρνες, καφέ, μπαρ, σουπερμάρκετ. Κέντρο η πλατεία με την εκκλησία του οικισμού που στα πεζούλια της ξενυχτούν οι περισσότεροι πίνοντας ρακόμελα από το γειτονικό μπαράκι. Εδώ καταλήγει ο κόσμος για «αθηναϊκή - νησιώτικη» διασκέδαση.
Γύρω στις δέκα όλα τα καταστήματα ήταν γεμάτα, καθίσαμε σε μια από τις μικρές πλατείες. Το νησί παλιότερο και για αιώνες παρήγε με κόπο τα βασικά για τη διατροφή των κατοίκων. Οικιστικό αποτέλεσμα των ιστορικών αναγκών, άθελα του παρήγαγε και πολλή γραφικότητα. Τώρα, αμήχανοι, οι κάτοικοι και οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων και των ξενοδοχείων απλώς την πουλάνε. Βράδυ Σαββάτου και ο Ναυτικός Όμιλος είχε πανηγύρι στη μεγάλη πλατεία λαούτο, βιολί και μια όμορφη τραγουδίστρια. Για τραπεζοκαθίσματα, οι καρέκλες και τα Θρανία του σχολείου και τα τριγύρω πεζούλια. Στην αρχή χόρεψαν οι ντόπιοι, όμορφα και μετρημένα, αλλά σε λίγο μπήκαν και οι τουρίστες, ο καθένας χόρευε όπως νόμιζε, χάθηκε ο ρυθμός, αλλά έγινε ένα κεφάτο παιχνίδι.
Η Φολέγανδρος έχει πολλά μονοπάτια που διατηρούνται σε καλή κατάσταση, γιατί έχει ακόμη πολλά ζώα και απομακρυσμένες αγροικίες. Ευτυχώς οι περισσότεροι δρόμοι δεν έχουν ακόμη ασφαλτοστρωθεί, από τα μονοπάτια και τους κακοτράχαλους χωματόδρομους μπορείς να διασχίσεις όλο το νησί. Έτσι θα δεις μικρά ξωκλήσια, παλιές στάνες, αμπέλια, απόκρημνες παραλίες και Θαλασσινές σπηλιές, πιθανώς να συναντήσεις και ανθρώπους που δεν σταμάτησαν ποτέ να καλλιεργούν τη γη. Ένα πρωί, μετά την ανατολή, πήρα το χωματόδρομο που οδηγούσε στο Πετούσι. Πέτρες και στεγνό, ξερό χώμα, δεξιά και αριστερά ξερολιθιές χώριζαν το βουνά σε κτήματα. Μόλις τρία χιλιόμετρα νότια της Χώρας και όλο ήταν διαφορετικά, παλιά εδώ πρέπει να ήταν σιταροχώραφα. Μπροστά μου μερικά πέτρινα ασπρισμένα σπίτια, το Πετούσι, συνέχισα να περιπλανιέμαι ανάμεσα στις πέτρες, τις αστοιβίδες και τα σπάρτα. Πιο κάτω ένα συγκρότημα από μικρά χαμηλά σπιτάκια, πιο πέρα δύο μεγάλα γουρούνια και τρία μικρούλια τριγύριζαν ελεύθερα στο χωματόδρομο, τα μεγάλα κάρφωσαν το βλέμμα τους πάνω μου, τα μικρά ούτε που με είδαν.
Η Φολέγανδρος έχει αρκετές παραλίες, αλλά δεν είναι εύκολα προσβάσιμες. Στις δυτικές Άγιο Νικόλα, Λιβαδάκι και Αμπέλι πηγαίνεις με ταχύπλοο από την Αγκάλη. Με οκτώ ευρώ το πήγαινε έλα στο Λιβαδάκι, στοιβαγμένοι τριάντα άνθρωποι σ' ένα μικρό σκάφος με ανύπαρκτα μέτρα ασφαλείας. Εναλλακτικά, με τα πόδια, από το πετρόκτιστο μονοπάτι που ξεκινάει από τον Άγιο Μαμά, μετά την Άνω Μεριά. Ακόμη μια επιλογή, τα μουλάρια του Νικήτα. Το Λιβαδάκι είναι κλειστός κόλπος με βότσαλα και καθαρά βαθιά νερά, εδώ καταλήγει χείμαρρος που μαζεύει νερά από τα ρέματα της Άνω Μεριάς. Περπατώ προς τα μέσα, λίγα μικρά αλμυρίκια, πικροδάφνες, δεξιά και αριστερά βράχια, ένα μονοπάτι βόρεια βγάζει στον κεντρικό δρόμο και άλλο νότια, στο φάρο του ακρωτηρίου Ασπροπούντα το ακολουθώ, στην αρχή πάει παράλληλα με την ακτή, από ψηλά είναι εντυπωσιακός ο κλειστός κόλπος με τα διάφανα νερό. Μετά, το μονοπάτι ακολουθεί τη θαμνώδη πλαγιά, αλλά είναι εύκολο να το χάσεις γιατί τα κατσίκια έχουν δημιουργήσει πολλά περάσματα. Ο φάρος, σε καλή κατάσταση, παίρνει ενέργεια από 10 ηλιακά σώματα. Επέστρεψα βιαστικά για να προλάβω το «ταξί». Ο Νικήτας κατεβαίνει το άλλο μονοπάτι με το «στρατό» του, φωνάζοντας «Μουλ!» «Μουλ!» στη γλώσσα του. Το μικρό σκάφος γεμίζει και φεύγει, δεν χώρεσαν όλοι, θα χρειαστεί και δεύτερο δρομολόγιο, πιο πίσω ο αεικίνητος αγωγιάτης δίνει οδηγίες στους νεαρούς που ανέβηκαν στα ζώα του, κι αυτοί εντυπωσιασμένοι αλληλοφωτογραφίζονται.
Η παράλια με τον περισσότερο κόσμο, όμως. είναι ο Άγιος Νικόλαος. Καλύτερος τρόπος πρόσβασης είναι το μονοπάτι από την Αγκάλη, φτάνεις σε 20-30 λεπτά, περνώντας πρώτα από τα όμορφα βράχια και τα ενοικιαζόμενα σπιτάκια χωρίς ρεύμα στο Γαλίφο. Περνάς και την ταβέρνα και το εκκλησάκι και φτάνεις σε μια όμορφη αμμουδιά με αρμυρίκια, το οποία συνεχίζουν και προς το μέσα παράλληλα με το χείμαρρο. Ίσως η μοναδική παραλία του νησιού που μπορείς τον Αύγουστο να κάνεις γυμνός μπάνιο ή ακόμη και να κοιμηθείς το βράδυ σε υπνόσακο ή σκηνή. Το μεσημέρι πάντως γίνεται πανικός από παιδάκια, κουβαδάκια, μαμάδες, ρακέτες, τσίκνα ταβέρνας, ταξί που πηγαινοέρχονται και Έλληνες και Ιταλούς που φωνάζουν. Νομίζω ότι όλους τους υπόλοιπους μήνες είναι μια υπέροχη παραλία.
Πολύ όμορφες είναι και οι μικρές αμμουδιές νότια από τον Καραβοστάση Λατινάκι, Βιτσένζου, Πουντάκι, καθώς και το διπλανό τους Λιβάδι, η παραλία που είναι το κάμπινγκ.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του προσωπικού και της ατάραχης ιδιοκτήτριας, το μικρό κάμπινγκ στο Λιβάδι δεν είναι δυνατόν να αντέξει τόσο κόσμο. Η πλειονότητα είναι μεγάλες παρέες αγοριών και κοριτσιών, από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, με συμπεριφορά πενταήμερης, αλλά χωρίς τους καθηγητές τους. Το καφενείο πάντως του κάμπινγκ είχε ωραίο κλίμα, κόσμος πήγαινε κι ερχόταν, παλιοί φίλοι συναντιούνταν, τάβλι, κορίτσια που έφτιαχναν και πούλαγαν κοσμήματα, πρόχειρες καλοκαιρινές κουβέντες. Λίγες μέρες εδώ και μετά πάνε αλλού, για τους περισσότερους κάθε νησί είναι ένα πέρασμα, ο τόπος υπάρχει απλώς σαν σκηνικό διακοπών.
Άλος ένας προορισμός της Ελλάδας που θα μείνει στην καρδιά μας.
_____________________________________________________________________
Ταξιδεύοντας με το Volta GR και συνταγές από το volta Koyzina